- μοβόρος
- kana susamış, kötü ruhlu
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
μοβόρος — α, ο και ικο αιμοβόρος. επίρρ... μοβόρικα με μοβόρο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἱμοβόρος, με σίγηση τού αρκτικού άτονου αι (πρβλ. ματώνω < αἱματώνω)] … Dictionary of Greek
(αι)μοβόρος — (αι)μοβόρος, α, ο και ικο αυτός που «τρώει» αίμα, κακούργος: Είχε τη φήμη ανθρώπου κακού, αιμοβόρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυμοβόρος — θῡμοβόρος , θυμοβόρος eating the heart masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)